- προχώρηση
- η / προχώρησις, -ήσεως, ΝΜΑ [προχωρῶ]το να προχωρεί κανείς προς τα εμπρός, η πορεία προς τα εμπρόςαρχ.1. η πρόοδος τής παλίρροιας2. μτφ. επίδοση σε κάτι, άνοδος, προκοπή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προχωρήσῃ — προχωρήσηι , προχώρησις going forth fem dat sg (epic) προχωρέω go aor subj mid 2nd sg προχωρέω go aor subj act 3rd sg προχωρέω go fut ind mid 2nd sg προχωρέω go aor subj mid 2nd sg προχωρέω go aor subj act 3rd sg προχωρέω go fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχωρήσηι — προχώρησις going forth fem dat sg (epic) προχωρήσῃ , προχωρέω go aor subj mid 2nd sg προχωρήσῃ , προχωρέω go aor subj act 3rd sg προχωρήσῃ , προχωρέω go fut ind mid 2nd sg προχωρήσῃ , προχωρέω go aor subj mid 2nd sg προχωρήσῃ , προχωρέω go aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκοπή — η, ΝΜΑ [προκόπτω] 1. πρόοδος (α. «μόνο με τη δουλειά θα δεις προκοπή» β. «ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον προκοπή», Πολ.) 2. (στην αρχ. μόνο στον πληθ. αἱ προκοπαί) υλική ευημερία που είναι αποτέλεσμα εργατικότητας («τόσα χρόνια στην ξενιτιά και προκοπή δεν… … Dictionary of Greek
προώθηση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προωθώ, η ώθηση, το σπρώξιμο προς τα εμπρός 2. συνεκδ. στρ. βαθμιαία προχώρηση, σταδιακή κατάληψη νέων θέσεων προς την κατεύθυνση τού εχθρού 3. αστροναυτ. η προωστική δράση διαστημικής συσκευής, η πρόωση 4 … Dictionary of Greek
πρόκουρσον — τὸ, Μ εμπροσθοφυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. procursus «προδρομή, προχώρηση» (< procurro «προτρέχω»)] … Dictionary of Greek
στοά — Κτίριο ή χώρος μιας μεγαλύτερης οικοδομής, ανοιχτό προς το εξωτερικό και διαρρυθμισμένο στην εξωτερική του όψη, από μία ή περισσότερες κιονοστοιχίες. Πρόκειται συνήθως για χώρο ανοιχτό στο κοινό για συναντήσεις, συναθροίσεις ή και για την πώληση… … Dictionary of Greek
χώρησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [χωρῶ] 1. η ενέργεια τού χωρῶ*, η πορεία προς τα εμπρός, προχώρηση 2. εκτεταμένος χώρος, ευρυχωρία αρχ. μαθημ. πρόοδος … Dictionary of Greek
Βρυώνης, Ομέρ — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Τουρκαλβανός στρατιωτικός ηγέτης. Ονομαστός πολέμαρχος στην υπηρεσία του σουλτάνου κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, καταγόταν από τον γνωστό ελληνικό οίκο των Βρυώνηδων που εξισλαμίστηκε μετά την… … Dictionary of Greek
έλικα — Σπειροειδής γραμμή· γενικότερα καθετί που έχει συστραφεί σπειροειδώς. (Γεωμ.) Κάθε καμπύλη επάνω σε μια κυλινδρική επιφάνεια S, που έχει την ιδιότητα να τέμνει κάθε γενέτειρα της επιφάνειας S κατά την ίδια πάντοτε γωνία (σταθερογώνια τροχιά των… … Dictionary of Greek